καταβολῆς

καταβολῆς
καταβολεύς
founder
masc nom pl
καταβολεύς
founder
masc nom/voc pl
καταβολή
throwing down
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • καταβολή — η (AM καταβολή) [καταβάλλω] 1. κατάθεση, τοποθέτηση 2. πληρωμή, απόδοση χρηματικού ποσού 3. η αρχή, το απώτατο χρονικό σημείο («ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» ΚΔ) νεοελλ. 1. αδυναμία τού οργανισμού και γενική εξάντληση που μπορεί να προέλθει από διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • CATABOLICI — apud Tertullianum de Anima, Fulgentium de Contin. Virgil. et Zenonem Veronensem, Filesaco, Selector. l. 1. Mathematici sunt, quasi Καταβουλικοὶ, a consulendo, sic dicti: Salmasio Spiritus, qui per arreptitios et energumenos futura praedicentes,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • ένσημος — η, ο (AM ἔνσημος, ον) [σήμα] μσν. νεοελλ. αυτός που έχει τυπωμένο σήμα («ένσημος χρυσός») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ένσημο μικρό κομμάτι χαρτί σε σχήμα γραμματοσήμου, με επίσημα έμβλημα κρατικού ή άλλου οργανισμού, το οποίο χρησιμεύει ως… …   Dictionary of Greek

  • αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και …   Dictionary of Greek

  • εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

  • εξαργυρισμός — ἐξαργυρισμός, ο (AM) [εξαργυρίζω] η μετατροπή τής καταβολής σε είδος σε καταβολή σε χρήμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”